Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Η Ασπρούλα


Στην εταιρεία που εργάζομαι, έχουμε την τύχη να υπάρχουν τεράστιοι ανοιχτοί χώροι. Σ' αυτούς τους χώρους, βρήκαν φιλόξενο καταφύγιο τέσσερα αδέσποτα "κοπριτάκια". Τρία μαύρα και ένα άσπρο. Ηρθαν σχεδόν όλα μαζί και τριγύριζαν απ' έξω, χωρίς να πλησιάζουν τους ανθρώπους. Κάποιοι από τους εργαζόμενους τα συμπάθησαν, το ίδιο κι εγώ και αρχίσαμε να τους φέρνουμε φαγητό να τα ταίσουμε. Κι αυτά, ίσως για να ανταποδώσουν, ανέλαβαν αυτόκλητοι προστάτες της εταιρείας. Είχαν μάθει ποια αυτοκίνητα ήταν δικά μας και γαύγιζαν όποιο άσχετο πέρναγε στο δρόμο. Και φυσικά είναι παροιμειώδεις οι τσαμπουκάδες που κάνουν με τα σκυλιά της απέναντι εταιρείας. Και τα μεν και τα δε κλεισμένα πίσω απο τις μάντρες, να μαλώνουν γαυγίζοντας, μάλλον για δείξουν ποια ομάδα είναι κυρίαρχη στη γειτονιά.
Σιγά σιγά άρχισαν να μας πλησιάζουν. Όλα εκτός απο την Ασπρούλα, όπως την βάφτισα. Κάθε πρωί μόλις φτάσω στο parking, όλα μαζί περιτριγυρίζουν το αυτοκίνητο. Και μόλις κατεβώ με συνοδεύουν όλα μαζί μέχρι την πόρτα του γραφείου, περιμένοντας να βγω να τα ταίσω. Όλα εκτός από την Ασπρούλα, που πάντα ακολουθεί μερικά βήματα πιό πίσω, με το κεφάλι χαμηλωμένο, την κομμένη ουρίτσα της κατεβασμένη και τα δύο τεράστια μάτια της να είναι η τέλεια απεικόνιση της θλίψης και του φόβου. Είναι βέβαιο ότι ο προηγούμενος "φιλόζωος ιδιοκτήτης", πρέπει να είχε ασκήσει πολύ μεγάλη βία επάνω της, πριν την πετάξει στο δρόμο, προφανώς επειδή δεν πληρούσε τις προδιαγραφές του.
Αυτός ο φόβος όμως είχε σαν συνέπεια να μην προλαβαίνει να φάει. Δεν είχε το θάρρος να διεκδικήσει το μερίδιο της στο φαγητό, αφού οι άλλοι είναι πιο δυνατοί και στην αγριάδα τους στεκόταν πιο πέρα, περιμένοντας μήπως περισσέψει τίποτα και γι αυτήν, που συνήθως ήταν ακριβώς αυτό. Τίποτα. Το πρόσεξα και μια μέρα κράτησα το μερίδιο της και περίμενα να τελειώσουν οι άλλοι και να φύγουν. Βγαίνω και της προτείνω το πιατάκι με το φαγητό της. Δεν πλησιάζει. Κάθομαι κάτω και αρχίζω να της μιλάω και να την προτρέπω να πλησιάσει να φάει. Διστακτικά στην αρχή, άρχισε να πλησιάζει και μετά από λίγο, μάλλον σίγουρη για τις προθέσεις μου, έτρωγε  το φαγητό της. Αυτό ήταν. Πρώτη φορά είδα την Ασπρούλα να κουνάει την κομμένη ουρίτσα της και να στέκεται δίπλα μου. Από εκείνη την ημέρα η Ασπρούλα περίμενε να φύγουν οι άλλοι και μετά ερχόταν όλο χαρά να φάει και να παίξει μαζί μου. Και βέβαια, είχε γίνει η μόνιμη συνοδός μου, όποτε τύχαινε να βγώ έξω από γραφείο.
Μια μέρα, σε κάποιο από τα καθημερινά κυνηγητά στα ξένα αυτοκίνητα χτυπήθηκε άσχημα. Το πίσω πόδι της σακατεύτηκε. Φώναξα γιατρό, την περιέθαλψε, αλλά δυστυχώς το πόδι της δεν μπορούσε πλέον να το χρησιμοποιήσει. Οταν συνήλθε όμως, πάλι συνέχισε να με συνοδεύει το πρωί, τώρα πλέον με τρία βηματάκια και μισό, τρία και μισό.
Στις αρχές του χειμώνα, μόλις έπιασαν οι πρώτες βροχές και τα κρύα, η Ασπρούλα άρχισε να μαζεύεται. Κούρνιαζε σε μιά γωνιά και καθόταν ώρες εκεί. Της πήγαινα εκεί το φαγητό κι αυτή, κουνώντας την κουτσουρεμένη ουρίτσα της, άπλωνε το μπροστινό της πόδι και τράβαγε το δικό μου για να την χαιδέψω. Κι όταν το έκανα, έκλεινε τα ματάκια της και καθόταν ακίνητη. Μόλις σταμάταγα τα χάδια, άνοιγε τα μάτια και καταλάβαινα ότι ήθελε κι άλλο.
Πρόσεξα ότι είχαν αρχίσει να φαίνονται κάποιες πληγές στο σωματάκι της. Την βλέπει πάλι ο γιατρός της φιλοζωικής και μου λέει ότι οι πληγές είναι μάλλον από κάποιο παράσιτο και η ακεφιά της επειδή με το κρύο πονάει στο τραυματισμένο πόδι της.Την έβλεπε συχνά ο γιατρός, της δίναμε φάρμακα, ενέσεις,  με την ελπίδα να έρθει η άνοιξη, να φτιάξει ο καιρός και να συνέλθει.
Εχθές άργησα να πάω στο γραφείο και περνώντας βιαστικά δεν την είδα.
Σήμερα δεν την είδα πάλι. Ρώτησα στην πύλη αν την είδανε, που είναι.

- Α δεν το μάθατε? Ηρθαν χθες το πρωί και την πήραν απο τη φιλοζωική για ευθανασία.....

Δεν ξέρω ρε Ασπρούλα, ίσως αν είχες δικαίωμα στην επιλογή, να διάλεγες και συ την ευθανασία.
Δεν ξέρω  κιόλας μήπως αυτός ο κόσμος ήταν μικρός για την μεγάλη σκυλίσια σου ψυχή.
 Εκείνο που ξέρω είναι πως θα μου λείψεις. Ξέρεις γιατί?
Γιατί εσύ, εκτίμησες το λίγο μου και στα πανέμορφα μάτια σου, το έβλεπες πολύ.
Μου το έδειχνες κάθε μέρα. Κι αυτά τα δάκρυα που μόλις κύλησαν, είναι για σένα.
Και για σένα τουλάχιστον, αξίζουν.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Παράξενη εποχή



Παράξενη εποχή. Πρωτόγνωρη για μένα. Εποχή αλλαγών.
Στο σήμερα, στο αύριο, ακόμα και στο χθες.
Εποχή για αναθεώρηση της αριθμητικής.
1+1=?  
1:2=? 
2+1=? 
1+2=? 
0+1=?
Ο κοινός μου νους κουράστηκε. Το ίδιο και το κορμί. Το αίμα πασχίζει να κάνει τον κύκλο του. Η λογική δραπέτευσε, ομολογώντας την αποτυχία της. Μαζί και την δική μου.
Ψάχνω να βρω αντιρίδες, στηρίγματα, που θα αποτρέψουν την ολική κατάρευση. Και σιγά σιγά να επιχειρήσω την ανοικοδόμηση. 
Παράξενη εποχή. Και τα στηρίγματα παράξενα.       
   Ενα φεγγάρι σιωπηλό. Με μιά σιωπή που κάνει κρότο, που όμοιό της δεν έχω ξανακούσει. Με μιά σιωπή που αν σκύψεις να ακούσεις, ανακαλύπτεις μουσικές σε Μι ματζόρε. Με μια σιωπή που αναδύει άρωμα λεβάντας, λουίζας και βασιλικού.
   Ενα σεντούκι. Γεμάτο με σκέψεις κρυφές, αγέννητες ακόμα. Ενα σεντούκι θησαυρός, που σε προκαλεί να κρυφοκοιτάξεις και (περίεργο) να μοιραστείς το περιεχόμενο.
   Ενα παραμύθι. Γεμάτο με όνειρα και αγγέλους. Ενα παραμύθι που μου θυμίζει τη χαρά της ζωής, τόσο απαραίτητο στην παράξενη εποχή μας.
   Ενας αδέσποτος σκύλος που τον ακολουθώ, αδέσποτος κι εγώ, στις βόλτες της ψυχής του.
   Ενα ξωτικό. Που έρχεται και χάνεται,  άλλωστε τι ξωτικό θα ήταν. Μα όταν έρχεται είναι μαγεία η διήγηση των ταξιδιών του.
   Ενα φλασάκι, τόσο δα μικρό. Σαν το φωτάκι που αναβοσβήνει στο μόνιτορ. Σημάδι ότι η καρδιά χτυπάει ακόμα έστω κι αν δεν ακούγεται.
   Και μια κασέτα. Γεμάτη με χαμένα επεισόδια. Από το σήριαλ της ζωής μας. Ή επεισόδια που δεν γυρίστηκαν ακόμα.
Παράξενη εποχή. Παράξενα πράγματα. 

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Για τον Βασίλη



Ναι. Σήμερα παγώνω τις σκέψεις. Σηκώνω τα στόρια, ανοίγω τις κουρτίνες και αφήνω το φως του ήλιου να με πλημυρίσει με φως. Σήμερα είναι η μέρα που έχει γενέθλια ο καλύτερος μου φίλος, ο Βασίλης. Και αυτή τη μέρα, μου απαγορεύω να σκέφτομαι οτιδήποτε άλλο.
Οπως συνήθως συμβαίνει, με τον Βασίλη βρεθήκαμε τυχαία  πριν κάποια χρόνια. Αλλά έμελλε αυτή η συνάντηση να σφραγίσει τις ζωές και των δυό μας. Είναι ο φίλος που κυριολεκτικά νιώθουμε μέλος της οικογένειας μας. Είναι ο φίλος που μπορώ να του εμπιστευτώ τα πάντα. Είναι ο φίλος που ξέρει τα πιο βαθειά μυστικά μου. Νιώθω ότι η τύχη στάθηκε πολύ ευνοική απέναντί μου και μου έφερε στο δρόμο μου έναν υπέροχο άνθρωπο. 
Τον θαυμάζω για το μεγαλείο της ψυχής του. 
Τον καμαρώνω για το ανήσυχο πνεύμα του. 
Τον αγαπάω για αυτό που είναι. Με τα προτερήματα αλλά και τα ελατώματά του. 
Η φιλία μας στο χρόνο είχε διακυμάνσεις. Αλλά πάντα είναι δίπλα μου. Και είναι αυτή η αίσθηση της ασφάλειας που μου χαρίζει, που τον κάνει πολύτιμο για μένα. Και μου το έχει αποδείξει. Σε δύσκολες στιγμές - και υπήρξαν αρκετές - ήταν πάντα το χέρι του που μου απλωνόταν χωρίς υστεροβουλία, να με τραβήξει να σηκωθώ. 
Είναι στην ανθρώπινη φύση να νιώθουμε ότι έχουμε κάποιον άγγελο να μας προστατεύει. Το ίδιο νιώθω κι εγώ. Εγώ όμως έχω τον Αρχάγγελο.
Του αφιερώνω λοιπόν αυτή την ανάρτηση, με πολλές πολλές ευχές.

Αγαπημένε μου φίλε,
Να τα εκατοστήσεις, να είσαι υγιής, δυνατός και στη ζωή σου να έχεις πάντα χαρές. Ότι αξίζει να έχει ένας μοναδικός άνθρωπος. 

Και σε όλους εσάς, την διαδικτυακή συντροφιά μου, εύχομαι να έχετε στη ζωή σας τον δικό σας Βασίλη.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Σιωπή...



Λέξη καμμία. Σιωπή. Για το τότε. Για το τώρα. Γιά πάντα. Σιωπή...

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Bring me to life

Βράδυ Κυριακής. Κανονικά εδώ υπήρχαν κάποιες σκέψεις που είχα γράψει. Τις έσβησα. Μου φάνηκαν τόσο λίγες, όταν μέσα από αυτές θυμήθηκα το τραγούδι που παραθέτω. Όσο κι αν καμμιά φορά πονάει, είναι τόσο όμορφο να νομίζεις ότι κάποια τραγούδια γράφτηκαν αποκλειστικά για σένα. Χωρίς άλλα λόγια σας το χαρίζω.

 

Evanescence
Bring me to life 
Bid my blood to run
Breathe into me and make me real
                         Don't let me die here

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Παραμύθι




Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδάκι. Ήταν το πιο μικρό της οικογένειας και το πιο χαϊδεμένο. Ζούσε σε μια  όμορφη πόλη, σε έναν πανέμορφο καταπράσινο τόπο.Του άρεσαν πολύ τα παιχνίδια και οι γονείς του δεν του χάλαγαν χατήρι. Συνήθως όμως του έπαιρναν παιχνίδια που εκείνοι πίστευαν ότι ταιριάζουν στην ηλικία του και πάντα τα αγόραζαν εκείνοι για λογαριασμό του. Είχε αρκετά και πέρναγε τις ώρες του. Όταν μεγάλωσε λιγάκι και είχε το δικό του χαρτζηλίκι, σκεφτόταν ότι ήρθε ο καιρός να πάρει κάτι που θα το ήθελε εκείνος.
Έτσι μια μέρα αποφασίζει να επισκεφτεί μόνος του ένα μεγάλο κατάστημα με παιχνίδια και να ψάξει να βρεί ότι του αρέσει. Όταν έφτασε στο κατάστημα θαμπώθηκε. Πόσα πολλά παιχνίδια. Τι όμορφα χρώματα. Περιδιαβαίνοντας τους διαδρόμους και χαζεύοντας τα ράφια με τα παιχνίδια, το μάτι του έπεσε σε ένα μεγάλο κουτί. Είχε απ’ έξω ένα αεροπλανάκι. Ήταν ένα συναρμολογούμενο αεροπλανάκι. Το κοίταζε καλά καλά και ξαφνικά σαν να είδε το αεροπλανάκι να έχει ματάκια και στόμα και να του χαμογελάει. Δεν πίστευε στα μάτια του. Το ξανακοίταξε και πάλι το ίδιο. Το αεροπλανάκι χαμογελούσε. Πίστεψε ότι βρήκε ένα μαγικό παιχνίδι. Αυτό ήταν. Το αποφάσισε. Το παίρνει από το ράφι, πηγαίνει στο ταμείο, το πληρώνει και φεύγει για το σπίτι του.

Στο δρόμο ήταν πολύ χαρούμενος που επιτέλους πήρε κάτι που το ήθελε τόσο πολύ.
Όταν έφτασε στο σπίτι του, πήγε κατ’ ευθείαν στο δωμάτιο του και άνοιξε το κουτί.
Άπλωσε όλα τα κομμάτια στο κρεβάτι του και άρχισε να το συναρμολογεί και να το γνωρίζει. Ένωνε ένα ένα τα κομματάκια μέχρι που κατάφερε και του έδωσε την τελική του μορφή. Ήταν πολύ χαρούμενος και κυρίως, γιατί κατάφερε να το συναρμολογήσει μόνος του. Μαζί του έμαθε τη σημασία του να χτίζεις σιγά σιγά, να δημιουργείς κάτι.
Από εκείνη την ημέρα δεν έπαιζε με τίποτα άλλο. Συνέχεια ασχολιόταν με το δημιούργημά του. Καμάρωνε που το είχε. Πάντα το πρόσεχε, το φρόντιζε και το βράδυ που πήγαινε για ύπνο, πάντα το έβαζε επάνω στο κουτάκι του, δίπλα στο κομοδίνο.
Ήθελε να το βλέπει μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Πέρασε αμέτρητες ώρες παίζοντας μαζί του. Και κάθε φορά που κάποιο από τα κομματάκια ξεκόλλαγε, φρόντιζε αμέσως να το φτιάξει, για να το έχει πάντα σαν καινούργιο.
Έτσι πέρναγε ο καιρός, με το αεροπλανάκι να τον συνοδεύει σε μακρινά ταξίδια, σε πρωτόγνωρες περιπέτειες. Με συνεχείς πτήσεις πάνω από θάλασσες και βουνά. 

Όμως το παιδάκι μεγάλωσε. Στα καταστήματα είχαν βγει καινούργια παιχνίδια, πιο φανταχτερά, πιο όμορφα. Και το αεροπλανάκι άρχισε να του φαντάζει παλιό. Συνέχισε να παίζει μαζί του, αλλά άρχισε να το παραμελεί. Κι αν ξεκόλλαγε κάποιο κομματάκι δεν φρόντιζε να το φτιάξει. Και τα βράδια δεν το έβαζε δίπλα στο κομοδίνο του. Το άφηνε σιγά σιγά να αποσυναρμολογείται.
Μέχρι που μια μέρα το αποφάσισε. Θα πήγαινε να πάρει άλλο.
Μια και δυό, πηγαίνει και αγοράζει  το νέο του παιχνίδι. Το φέρνει στο σπίτι του, αλλά πριν ανοίξει το κουτί, τα μάτια του πέφτουν στο παρατημένο στη γωνία αεροπλανάκι του. Θυμάται τις όμορφες στιγμές που πέρασε μαζί του, θυμάται τα φανταστικά ταξίδια που κάνανε μαζί. Ξανακοιτάζει το καινούργιο κουτί όμως και τα ξεχνάει όλα. Το αποφάσισε. Πήρε το τσαλακωμένο από το χρόνο κουτί του και με μια κίνηση το έβαλε μέσα. Δεν πρόσεξε καν ότι βάζοντας το βιαστικά μέσα διαλύθηκε εντελώς. Έγινε πάλι ένας σωρός από κομματάκια. Πολύ λιγότερα όμως, γιατί έλειπαν αυτά που είχαν χαθεί όταν έπαιζε μαζί του.
Βιαζόταν. Ήθελε να παίξει με το νέο του παιχνίδι. Κλείνει το κουτί, και με μια κίνηση το πετάει στο πατάρι. Δεν κοίταξε καν τη φωτογραφία, αυτή που όταν το αγόρασε του φάνηκε να έχει ματάκια και στόμα και να του χαμογελάει.
Και έτσι δεν είδε ότι τώρα από τα ματάκια που είχε δει να του γελάνε, τώρα έτρεχαν δάκρυα. 
Τώρα το αεροπλανάκι, περιμένει πεταμένο στο πατάρι, με όσα κομμάτια έχουν απομείνει,  τη μέρα που θα πάει οριστικά στα σκουπίδια. Τι κι αν κάποτε φάνταζε μαγικό. Η κατάληξη των παιχνιδιών είναι πάντα προδιαγεγραμμένη.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Πέρα δώθε




Πέρα δώθε.
Μπρος πίσω.
1,2,3, ......36.
2,4,6, ......36.
Με όποιον συνδυασμό, πάντα 36.
Μετρημένα
Αμέτρητα μόνο τα περάσματα από πάνω τους.
Μέχρι που τα μάτια αδυνατούν να εστιάσουν.
Περνάω εγώ πάνω από τα πλακάκια
ή αυτά περνάνε κάτω από μένα?
Και οι σκέψεις να μην γίνονται λέξεις.
Γλώσσα με κόκκαλα.
Ήχος κανένας. Μόνο βουή.
Οι χορδές στο δοξάρι σπασμένες.
Σκέτο ξύλο. Που γδέρνει την ψυχή.
Εκεί που ακούμπαγε και βγαίναν μελωδίες.
Πέρα δώθε.
Μπρος πίσω.
1,2,3, ......36.
2,4,6, ......36.




Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Σκάσε και πλήρωνε

Σκάσε ηλίθιε. Σκάσε και πλήρωνε. Επρεπε να ξοδέψεις μιά ζωή για να καταλάβεις ότι τα δάνεια επιστρέφονται. Η τράπεζα δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Ακόμα κι αν είναι τράπεζα αγάπης.
Δάνεια έπαιρνες ανόητε. Και αφέθηκες να πιστεύεις ότι είναι δωρεάν. Εζησες χρόνια σε μιά ψεύτικη ευμάρεια. Αλλά τώρα ήρθε η ώρα της αποπληρωμής. Δεν διάβασες τους όρους του δανείου. Σου έδειξαν μόνο τη πρώτη σελίδα, την βιτρίνα. Οι λεπτομέρειες όμως κρύβονται στις μέσα σελίδες, στα ψιλά γράμματα. Αυτά που δεν είδες.
Δεν είδες στους όρους ότι ο δανειστής έχει μόνο δικαιώματα και ο δανειολήπτης μόνο υποχρεώσεις. Δεν είδες ότι η τράπεζα κάνει ότι θέλει, όποτε θέλει και όπως θέλει. Ότι την βολεύει και την εξυπηρετεί. Και τώρα που πρέπει να τα επιστρέψεις όλα, δεν μπορείς. Σου κάνει εντύπωση η σκληράδα της τράπεζας. Μα έτσι είναι οι τράπεζες ηλίθιε. Δεν λειτουργούν με συναίσθημα. Βασίζονται στη λογική και στις διαδικασίες. Την ίδια ώρα που σε σένα μιλάνε σκληρά και απαιτούν, σε κάποιον άλλο μιλάνε γλυκά. Να τον πείσουν να γίνει ο νέος δανειολήπτης. Πρέπει να επιστρέψεις το κεφάλαιο εσύ για να δοθεί αλλού. Το παν είναι να λειτουργεί απρόσκοπτα η τράπεζα. Μόνο αυτη πρέπει να επιβιώνει. Αυτή στηρίζει την οικονομία της αγοράς. Εσύ? Ας πρόσεχες.
Εχεις και τηλέφωνο smart τρομάρα σου,  που κάνει αυτόματη απόρριψη κλήσεων στον αριθμό της τράπεζας. Για να μην ακούς, να μην πιέζεσαι. Εγκέφαλος smart σου λείπει ανόητε, γιατί και να μην ακούς, το σκέφτεσαι συνέχεια.
Πούλα τα όλα τώρα. Δώστα,  ότι έχεις και δεν έχεις. Δεν θα ξεχρεώσεις, αλλά τουλάχιστον να μπορείς να λες "προσπάθησα". Δώστα όλα. Κράτα μόνο λίγο από τον αυτοσεβασμό σου. Θα σου χρειαστεί. Για την στιγμή που φτάνει. Για την στιγμή που θα γίνει η αναγκαστική εκτέλεση της ήδη εκδοθείσας οριστικής διαταγής πληρωμής.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Αντίο






Για μένα ακόμη η φλόγα καίει
κι ότι κι αν γίνει θα σ' αγαπώ
μη με ρωτήσεις λοιπόν ποιος φταίει
όποιος κι αν φταίει θα πω εγώ.

Αντίο λοιπόν αντίο
το χάνω κι αυτό το πλοίο
και κάνει θεέ μου ένα κρύο
σαν γίνονται ένας οι δύο.

Ότι κι αν γίνει θάμαι κοντά σου
θα ικετεύω τον ουρανό
να μη πληρώσεις τα σφάλματά σου
να τα πληρώσω όλα εγώ.

Αντίο λοιπόν αντίο
το χάνω κι αυτό το πλοίο
και κάνει θεέ μου ένα κρύο
σαν γίνονται ένας οι δύο.

*************************************************


 Πάει κι αυτή η Κυριακή
και η χαρά μας πάει
ήτανε τόσο βιαστική
όπως και κάθε Κυριακή
Που πριν τη ζήσουμε περνάει

Πάει κι αυτή η Κυριακή
κι ας καρτερούμε μια άλλη
που να 'ναι ολόκληρη ζωή
που να 'ναι απέραντη γιορτή
Μια Κυριακή τόσο μεγάλη

Πάει κι αυτή η Κυριακή
κι ας καρτερούμε μια άλλη

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Απουσία

Συνήθως, όταν το μυαλό μου έχει θέματα να επιλύσει, να κατανοήσει, να αποδεχτεί, ασχολούμαι πιό έντονα με κάτι που περιστασιακά μου αρέσει να κάνω. Ασχολούμαι με σκληρά υλικά, πέτρες, κεραμικά. Προσπαθώ να τα δαμάσω, να τους δώσω άλλη υπόσταση, να τα μεταμορφώσω. Ισως γιατί αυτά είναι λιγότερο σκληρά από τις σκέψεις μου. Φτιάχνω κάτι σαν αυτα:



Αυτό το διάστημα βρίσκομαι σε μία απροσδόκητα περίεργη κατάσταση. Και πάλι μου μπήκε η ιδέα να φτιάξω κάτι. Ξέρω τι θέλω να φτιάξω, όμως το μυαλό μου έχει στερέψει από το πως θα το υλοποιήσω.
Θέλω να φτιάξω κάτι που να αναπαριστά την ΑΠΟΥΣΙΑ.

Αλλά πως αναπαριστάται η απουσία?
Πως της δίνεις υπόσταση?
Πως να δείξεις κάτι που δεν πρέπει να φαίνεται αφού λείπει?
Μπορείς να δεις την απουσία ή την νιώθεις μόνο?

Κάτι σκέφτομαι. Θα προσπαθήσω και αν τα καταφέρω θα το δείξω.
Εννοείται πως κάθε ιδέα είναι ευπρόσδεκτη.





                            Λία Βίσση - Απουσία      -                   Αφιερωμένο
                                                                       

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Το Βουνό Μου

Διαφορετικό ξύπνημα σήμερα. Χιονίζει. Οδηγώ για το γραφείο και παρατηρώ.
Ολα όσα -ίδια- κάθε μέρα βλέπω, αλλάζουν. Παίρνουν άλλη όψη. Το χιόνι, σαν ζάχαρι άχνη τα πασπαλίζει, τα γλυκαίνει, τα ομορφαίνει. Ανοίγω το παράθυρο και αφήνω το χιόνι να μπει μέσα. Μήπως γλυκάνει ότι με πικραίνει. Δεν κρυώνω. Ετσι κι αλλιώς η ψυχή μου είναι πιό παγωμένη από το χιόνι.
Φτάνω στο γραφείο και σηκώνω τα μονίμως κλειστά στόρια. Θέλω να βλέπω τον αλλόκοτο χορό των νιφάδων, μέχρι να φτάσουν στη γη.
Το μεσημέρι ο χιονιάς αντικαταστάθηκε από ένα υπέρλαμπρο ήλιο. Λες και ήθελε να δείξει ποιός είναι το αφεντικό.
Τα στόρια κλείνουν πάλι και η ρουτίνα συνεχίζεται μέχρι να τειώσει η δουλειά.
Ο ήλιος έχει δύσει και αν και λίγο αργά, στη διασταύρωση κοντοστέκομαι.
Αποφασίζω όμως γρήγορα. Ας πάω μια βόλτα, για λίγο, πριν πάω σπίτι. Αντί αριστερά, δεξιά.
Πορεία στο αγαπημένο μου μέρος.
Στο αποθετήριο κάθε άσχημης και όχι μόνο σκέψης. "Στο βουνό μου".



Είναι το μέρος που νιώθω καλύτερα από παντού. Εκεί αναπνέω, εκεί βλέπω, εκεί αισθάνομαι. Εκεί μόνο βρίσκω την ησυχία που έχω ανάγκη, όταν θέλω να βάλω μια τάξη σε αυτά που μου συμβαίνουν.
Αφήνω το αυτοκίνητο σε μιαν άκρη, κατεβαίνω και περπατάω. Κάνει κρύο, η ανάσα παγώνει αλλά μου αρέσει.




Περπατάω μέχρι να βρώ το φίλο μου. Είναι εκεί πάντα και με περιμένει. Ποτέ δεν λείπει. Και νομίζω έχει πάρει το σχήμα του κορμιού μου για να νιώθω άνετα όταν γλυστράω και χώνομαι στην αγκαλιά του. "Το παγκάκι μου". Είναι το μόνο που ξέρει τα πάντα για μένα. Ολα τα ανείπωτα μυστικά μου. Πότε χαίρομαι και πότε λυπάμαι. Πότε γελάω και πότε κλαίω. Είναι το μόνο που δεν ντρέπομαι να κλαίω μπροστά του.
Φτάνω, κάθομαι και ανάβω τσιγάρο. Οι σκέψεις ρολάρουν η μία πίσω από την άλλη. Γιατί, μάλλον, ίσως, πιθανόν, άρα, δηλαδή, οπότε, όταν, θα, μήπως, αποκλείται, όμως, μπορεί  .....
Κάνει κρύο όμως. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. Σκέφτομαι να φύγω. Πριν σηκωθώ γυρίζω πίσω να δω και το μανιτάρι, πόσο μεγάλωσε. Το είχα πρωτοδεί μιά μέρα μικρό, να ξεπροβάλλει μέσα από το στρώμα που κάνουν φύλλα και πευκοβελόνες στο χώμα. Το έβλεπα τις τελευταίες 45 μέρες, στις σχεδόν καθημερινές επισκέψεις μου. Και είχε γίνει τεράστιο. Δεν εχω ξαναδει τόσο μεγάλο μανιτάρι. 
Ενιωθα ότι το μεγαλώνω εγώ.
Δεν ήταν εκεί. Έλειπε. Κάποιος το έκοψε. Εφυγε. Πόσο άσχημο να σου φεύγει ότι μεγαλώνεις και φροντίζεις.




Προχωράω για την τελευταία στάση πριν πάρω το δρόμο για το σπίτι. Εχει ωραία θέα. Εχω πάει κι άλλους εκεί και φαντάζομαι δεν θα το ξεχνούν. Βλέπω τη πόλη μου από ψηλά. Ολα φαίνονται μικρά. Τα πελώρια καράβια μοιάζουν βαρκούλες. Τα φουγάρα που μας πνίγουν μοιάζουν κεράκια. Τα κτίρια χαρτόκουτα. Οι άνθρωποι ανύπαρκτοι. Ενα αεροπλάνο που προσγειώνεται μοιάζει με γλάρο. Εκεί καταλαβαίνεις τα ασήμαντα και τα σημαντικά.
Το ξέρω, ίσως ακούγομαι περίεργος, μπορεί και ιδιόρρυθμος. Ενας φίλος μου μάλιστα που του το έλεγα γέλαγε, εκείνο που σκέφτηκε ήταν το παλιό ρεμπέτικο "θ' ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιό ψηλότερο βουνό". Ναι, γιατί όχι. Ακόμη και να τραγουδήσω μπορώ εκεί. Εστω και φάλτσα.
Ο δρόμος μου, το παγκάκι μου, τα δέντρα μου θα με ακούσουν προσεκτικά.  Δεν θα με κρίνουν. Δεν θα γελάσουν. Θα με ακούσουν σιωπώντας. Κάτι που ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν και ξέρουν να κάνουν.

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Αντιθέσεις

Το Σάββατο είπα να βγώ μιά βόλτα. Ενιωσα ότι θέλω να βρεθώ ανάμεσα σε κόσμο. Να ξεφύγω από την κλεισούρα του τελευταίου καιρού. Κατέβηκα στο κέντρο και περπατούσα αδιάφορα στην Ερμού.  Δεν ήμουν ιδιαίτερα ευδιάθετος, αλλά ανάμεσα στον κόσμο άρχισα να νιώθω και να βλέπω ζωή, κίνηση. Κάτι που μου έλειψε αρκετά.
Παιδάκια να παίζουν, άλλοι να χαζεύουν βιτρίνες, παρέες που  απλά έκαναν βόλτα.
Ακούω μια μουσική να μου χαϊδεύει τα αυτιά. Πλησιάζω, αφήνομαι και παρασέρνομαι.
Μια κοπέλλα παίζει μαγικά φλάουτο. Την συνοδεύουν ένα βιολί και ένα κοντραμπάσο.
Aston Piazzolla - Libertango. Δυστυχώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα και έγραψα αυτό εδώ :



Υπέροχη μελωδία. Που ίσως μέσα της κρύβει και μιά μελαγχολία. Όμως το tempo είναι τέτοιο, που σου δίνει ένα χαμόγελο, μιά διάθεση να προχωρήσεις, να φύγεις. Έφυγα. Συνέχισα τη βόλτα, με λίγο καλύτερη διάθεση. Λίγο πιό κάτω, άλλη μουσική, άλλος ήχος. Μια παρέα από τέσσερα παιδιά, με τη ζωντάνια της ηλικίας να ξεχειλίζει, έπαιζαν αυτό:




"...τον έρωτα πολύ βαρειά τον πήρες"
"... γώ το φαρμάκι τόκανα ωραία λεμονάδα, το σήκωνα και τόπινα με τόση νοστιμάδα".

Έφυγα πάλι. Περπατούσα και σκεφτόμουνα. Κάποιοι άνθρωποι υποφέρουν, πονούν, πεθαίνουν γιά έναν έρωτα. Σαν τη Βασιλική, που και στο φαρμάκι διέκρινε νοστιμιά.
Δίνουν και τη ζωή τους γι αυτό που αγαπούν. Σαφώς και δεν συμφωνώ με αυτό.
Απλά έκανα συνειρμούς.
.....
.....
.....
.....
Απογοήτευση.
Γύρισα πάλι σπίτι μου, στη ζεστή και φιλόξενη αγκαλιά της μοναξιάς μου.
Η μόνη που δεν με πρόδωσε και δεν θα με προδώσει ποτέ.
 

* Γιά όσους θέλουν παραθέτω συνδέσμους να τα ακούσουν ολοκληρωμένα

Aston Piazzolla - Limbertango -   http://www.youtube.com/watch?v=RUAPf_ccobc
Ν. Ζιώγαλα - Βασιλική             -   http://www.youtube.com/watch?v=D7H40LyGRu4




Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Εχω γενική...








Δουλειές, πολλές δουλειές μου προέκυψαν.
Πρέπει να αρχίσω σιγά σιγά. Από αναβολή σε αναβολή το πήγαινα.
Αλλά τώρα που έφυγε κι ο φιλοξενούμενος είναι ευκαιρία να κάνω γενική.
Έφυγε και ξαφνικά βλέπεις. Τουλάχιστον να έμενε λίγο ακόμα να βάλει ένα χεράκι.
Τι να πεις?
Αγνωμοσύνη?
Αφέλεια?
Γαϊδουριά?
Βιασύνη?
Ποιός ξέρει. Ενα συγγνώμη φεύγω και δρόμο.
Φιλοξενείται αλλού. Πιό χάϊ σπίτι. Δίπατο σε γκλαμουράτη γειτονιά.
Μες τη βιασύνη όμως μου άφησε κι ένα σωρό πράγματα.
Τα ξέχασε? Τα άφησε επίτηδες? Να του ήταν άχρηστα?
Κι έχω κι αυτό τώρα. Να ξεδιαλέξω τι αξίζει και τι όχι. Τι να κρατήσω και τι να πετάξω.
Εκεί καθυστερώ λιγάκι. Αλλά πρέπει να κάνω γρήγορα.
Πρώτα θα ανοίξω τα παράθυρα. Να μπεί καθαρός αέρας.
Μετά ξεσκόνισμα, όλα τα πράγματα.
Και τέλος σφουγγάρισμα. Να μοσχομυρίσει το σπίτι.
Στο τέλος θα τακτοποιήσω τα πράγματά που μου άφησε.
Τα άχρηστα στην ανακύκλωση.
Τα χρήσιμα λέω να τα βάλω στην αποθήκη. Να του τα φυλάξω.
Ποιος ξέρει, μπορεί να τα χρειαστεί καμμιά φορά και να τα ζητήσει.
Η μήπως να του τα στείλω στη νέα διεύθυνση? Δεν ξέρω θα δω.
Ξεκινάω από αύριο γενική και θα δω τι θα κάνω.
Ασε μην έρθει κανένας μουσαφίρης και με βρει άνω κάτω...
Ντροπή!!!

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Θα 'μαι πάντα εδώ






- "Θα είμαι πάντα εδώ"
- Κι εγώ, θάμαι πάντα εδώ.

Το ξέρω...
Το εκτιμώ...
Σε ευχαριστώ...

Αλλά

Όταν θα είσαι εδώ, 
εγώ θα είμαι εκεί.
Κι όταν θα είσαι εκεί, 
εγώ θα είμαι εδώ.

Δεν θα είμαστε.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Θυμάμαι




Αλλη μιά λευκή νύχτα.
Γύρω μου όλα άσπρα. Άχρωμα. Το άσπρο δεν είναι χρώμα.
Όλα ακίνητα. Εκτός από τον καπνό  που συνεχίζει τις αέρινες φιγούρες του μέχρι να διαλυθεί κι αυτός.
Κλείνω τα μάτια...
Σκέφτομαι...
Θυμάμαι...
Μνήμες ανάκατες, χωρίς σειρά.

Την λαχτάρα σου, τη χαρά σου, το καρδιοχτύπι σου, που ακουγόταν ρυθμικά μέχρι εδώ. 
Το θυμάσαι κι εσύ...
Το αμήχανο τρεμούλιασμά και τις κλεφτιές ματιές που έριχναν όχι τα μάτια, αλλά οι καρδιές, λες και βιάζονταν να βάλουν τις σφραγίδες.
Το θυμάσαι κι εσύ...
 Ενιωθες σαν αετόπουλο, έτοιμο να πετάξει, αλλά φοβόσουν. Σου υποσχέθηκα ότι θα είμαι ο αετός σου που θα σου δείξει το δρόμο και θα σε προσέχει. 
 Το θυμάσαι κι εσύ...
Και πέταξες. Πετάξαμε μαζί. Γιατί μαζί σου ξαναέμαθα να πετάω κι εγώ.
Πήγαμε ψηλά, σε μέρη πρωτόγνωρα. Ταξιδέψαμε. Πολλές φορές με αντίξοες συνθήκες. Τα καταφέρναμε όμως. Και κάθε ταξίδι λες και ήταν το πρώτο. Η ίδια χαρά, η ίδια αγωνία η ίδια αίσθηση σε κάθε τέλος και σχέδια για το  επόμενο. 
 Το θυμάσαι και εσύ...
Ανοίγω τα μάτια. Και βλέπω χρώματα. Είναι οι μνήμες των ταξιδιών που καταβροχθίζουν το άσπρο.
Είναι οι θύμησες που έγιναν ακουαρέλες μοναδικές και σπάνε τη μονοτονία του άσπρου.
Τα θυμάμαι και τα θυμάσαι
Εσύ εκεί, εγώ εδώ.
Σκέφτομαι, αν μπορούσε να γίνει ένα θαύμα να μην θυμάμαι, να μην θυμάσαι, αλλά να θυμόμαστε. Αλλοτε εκεί, άλλοτε εδώ, αλλά μαζί.
Επανέρχομαι στην πραγματικότητα όμως, γιατί θαύματα είναι βέβαιο πως δεν γίνονται.
Και όλα πάλι γίνονται άσπρα.
Και ακίνητα.
Με μόνο τον καπνό να συνεχίζει να δημιουργεί μοναδικές χορογραφίες.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Κρυφτό



Αχ πουλί μου τρελλό έχεις πετάξει

παίζεις πάλι κρυφτό


δεν είσαι εντάξει



...που όλοι οι δρόμοι θα βγάζουν σε μένα



...θα με ψάχνεις σε σώματα ξένα



μου χεις κλέψει καρδιά και περηφάνεια


...οσα τωρα κρατάς κλειδωμένα


θάναι μάταια και άδεια και ξένα


μα εγώ ΔΕΝ θα σου κρυφτώ


Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Χρόνια Πολλά γιατρέ μου







Γειά σου γιατρέ μου και καλή χρονιά.
Γιατρέ μου έχω πρόβλημα. Οχι, όχι  δεν στο λέω γιατί θέλω τη βοήθειά σου. Το αντίθετο.
Με σπρώχνουν με το ζόρι να έρθω σε σένα. Συγγενείς, φίλοι, θύτες θύματα, όλοι μου λένε ότι πρέπει να έρθω για βοήθεια. Να δεις πως το λένε, α ναι, έχω λενε σημάδια κατάθλιψης.

Βρε γιατρέ μου δεν θέλω να σε προσβάλλω, ούτε είναι θέμα ότι δεν σας υπολείπτομαι.
Σε καταλαβαίνω απόλυτα και σένα και όλους σαν εσένα. Μια δουλίτσα κάνετε και εσείς, το μεροκάματο να βγαίνει, είναι και μέρες δύσκολες. Έχεις την απόλυτη κατανόησή μου.
Αλλά ξέρεις? Έχω κάτσει και έχω σκεφτεί. Ωραία να έρθω. Τι θα κάνεις? Μόνο διάγνωση. Τίποτα άλλο δεν μπορείς να κάνεις. Όπως ακριβώς στο λέω. ΤΙΠΟΤΑ. Αυτά που με απασχολούν, είναι δικά μου και καμμία δική σου συμβουλή δεν θα γίνει κτήμα μου, γιατί δεν θα είναι δική μου . Εσύ με ότι καταλάβεις και πάντα με τη δική σου οπτική γωνία, θα προσπαθήσεις να με πείσεις ότι δεν είναι έτσι όπως τα βλέπω και να με κάνεις να τα δω αλλιώς.
Εγώ γιατρέ μου θέλω να τα ζω ΟΛΑ. Οταν πρέπει να χαρώ να χαίρομαι, όταν πρέπει να κλάψω να κλαίω, όταν πρέπει να πονέσω να πονάω. Θέλω να νιώθω. Και τα καλά ΔΙΚΑ ΜΟΥ και τα κακά ΔΙΚΑ ΜΟΥ. Μόνο έτσι είμαι ο εαυτός μου γιατρέ μου. Αν κάνω ότι μου λες εσύ, δεν θα είμαι εγώ, αλλά υβρίδιο. Σε περιπτώσεις σαν τη δική μου γιατρέ μου λόγο και δικαίωμα να μιλάει έχει η ΜΟΝΟ καρδιά. Και ξέρεις τι σκέφτομαι? Από τότε που άρχισαν να μιλάνε οι ψυχολόγοι, σταμάτησαν να μιλάνε οι καρδιές. Ακόμα κι αν με οδηγεί σε συμπεριφορά μη κοινωνικά αποδεκτή, σημαίνει ότι έτσι πρέπει να γίνει. Γιατί αυτός είμαι. Εγώ εκείνο πού ξέρω είναι ότι ο καθένας μας, έχει τους τρόπους να αντιμετωπίσει τα πάντα. Αλλος αργά, άλλος γρήγορα, θα βρει το δρόμο του. Και όταν τα έχει καταφέρει μόνος του, τότε θα είναι διπλά κερδισμένος. Και κυρίως θα έχει πάρει και τα μαθήματά του. Που θα είναι μαθήματα ζωής. 
Τώρα βέβαια στα προλάβανε, ότι νιώθω αδυναμία, δεν τρώω καλά, ότι αδυνάτισα και τέτοια.
Είναι ένα θέμα αυτό, έχεις δίκιο. Αλλά άντε και να ερχόμουνα σε σένα. Θα με τάιζες με το ζόρι? Δεν νομίζω.

Ενώ κοίτα τώρα να δείς. Με παίρνουν ένα τηλέφωνο. Ακούω μια φωνή από την άλλη άκρη. Σε λίγο κλείνει το τηλέφωνο. Ξέρεις τι έκανα μετά. Καταβρόχθησα μια μπριζόλα να μετά συγχωρήσεως.

Είδες γιατρέ μου, στα λέω αλλά δεν με ακούς. Μερικά πράγματα είναι πολύ πιό απλά απ' όσο νομίζουμε. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο.
Αρκεί μόνο ένα πράγμα. Να ζούμε με αγάπη για τον διπλανό μας. Και να την δείχνουμε ρε γιατρέ. Τίποτα άλλο μόνο αγάπη σε όποια μορφή και αν εκφράζεται αυτή. Και κυρίως μεταξύ ανθρώπων που τους δένει κάτι περισσότερο. Αγάπη και ειλικρίνεια.
Ελπίζω να μη σε στενοχώρησα γιατρέ μου, δεν ξέρω πόσο σοβαρά λές εσύ ότι είμαι, αλλά να σου πω την αλήθεια χέστηκα για τη γνώμη σου.
Εγώ το δρόμο μου θα τον βρω και θα είμαι πάλι δυνατός (και ωραίος!!!!)