Στην εταιρεία που εργάζομαι, έχουμε την τύχη να υπάρχουν τεράστιοι
ανοιχτοί χώροι. Σ' αυτούς τους χώρους, βρήκαν φιλόξενο καταφύγιο
τέσσερα αδέσποτα "κοπριτάκια". Τρία μαύρα και ένα άσπρο. Ηρθαν σχεδόν
όλα μαζί και τριγύριζαν απ' έξω, χωρίς να πλησιάζουν τους ανθρώπους.
Κάποιοι από τους εργαζόμενους τα συμπάθησαν, το ίδιο κι εγώ και αρχίσαμε
να τους φέρνουμε φαγητό να τα ταίσουμε. Κι αυτά, ίσως για να
ανταποδώσουν, ανέλαβαν αυτόκλητοι προστάτες της εταιρείας. Είχαν μάθει
ποια αυτοκίνητα ήταν δικά μας και γαύγιζαν όποιο άσχετο πέρναγε στο
δρόμο. Και φυσικά είναι παροιμειώδεις οι τσαμπουκάδες που κάνουν με τα
σκυλιά της απέναντι εταιρείας. Και τα μεν και τα δε κλεισμένα πίσω απο
τις μάντρες, να μαλώνουν γαυγίζοντας, μάλλον για δείξουν ποια ομάδα
είναι κυρίαρχη στη γειτονιά.
Σιγά σιγά άρχισαν να μας πλησιάζουν. Όλα εκτός απο την Ασπρούλα, όπως την βάφτισα. Κάθε πρωί μόλις φτάσω στο parking, όλα μαζί περιτριγυρίζουν το αυτοκίνητο. Και μόλις κατεβώ με συνοδεύουν όλα μαζί μέχρι την πόρτα του γραφείου, περιμένοντας να βγω να τα ταίσω. Όλα εκτός από την Ασπρούλα, που πάντα ακολουθεί μερικά βήματα πιό πίσω, με το κεφάλι χαμηλωμένο, την κομμένη ουρίτσα της κατεβασμένη και τα δύο τεράστια μάτια της να είναι η τέλεια απεικόνιση της θλίψης και του φόβου. Είναι βέβαιο ότι ο προηγούμενος "φιλόζωος ιδιοκτήτης", πρέπει να είχε ασκήσει πολύ μεγάλη βία επάνω της, πριν την πετάξει στο δρόμο, προφανώς επειδή δεν πληρούσε τις προδιαγραφές του.
Αυτός ο φόβος όμως είχε σαν συνέπεια να μην προλαβαίνει να φάει. Δεν είχε το θάρρος να διεκδικήσει το μερίδιο της στο φαγητό, αφού οι άλλοι είναι πιο δυνατοί και στην αγριάδα τους στεκόταν πιο πέρα, περιμένοντας μήπως περισσέψει τίποτα και γι αυτήν, που συνήθως ήταν ακριβώς αυτό. Τίποτα. Το πρόσεξα και μια μέρα κράτησα το μερίδιο της και περίμενα να τελειώσουν οι άλλοι και να φύγουν. Βγαίνω και της προτείνω το πιατάκι με το φαγητό της. Δεν πλησιάζει. Κάθομαι κάτω και αρχίζω να της μιλάω και να την προτρέπω να πλησιάσει να φάει. Διστακτικά στην αρχή, άρχισε να πλησιάζει και μετά από λίγο, μάλλον σίγουρη για τις προθέσεις μου, έτρωγε το φαγητό της. Αυτό ήταν. Πρώτη φορά είδα την Ασπρούλα να κουνάει την κομμένη ουρίτσα της και να στέκεται δίπλα μου. Από εκείνη την ημέρα η Ασπρούλα περίμενε να φύγουν οι άλλοι και μετά ερχόταν όλο χαρά να φάει και να παίξει μαζί μου. Και βέβαια, είχε γίνει η μόνιμη συνοδός μου, όποτε τύχαινε να βγώ έξω από γραφείο.
Μια μέρα, σε κάποιο από τα καθημερινά κυνηγητά στα ξένα αυτοκίνητα χτυπήθηκε άσχημα. Το πίσω πόδι της σακατεύτηκε. Φώναξα γιατρό, την περιέθαλψε, αλλά δυστυχώς το πόδι της δεν μπορούσε πλέον να το χρησιμοποιήσει. Οταν συνήλθε όμως, πάλι συνέχισε να με συνοδεύει το πρωί, τώρα πλέον με τρία βηματάκια και μισό, τρία και μισό.
Στις αρχές του χειμώνα, μόλις έπιασαν οι πρώτες βροχές και τα κρύα, η Ασπρούλα άρχισε να μαζεύεται. Κούρνιαζε σε μιά γωνιά και καθόταν ώρες εκεί. Της πήγαινα εκεί το φαγητό κι αυτή, κουνώντας την κουτσουρεμένη ουρίτσα της, άπλωνε το μπροστινό της πόδι και τράβαγε το δικό μου για να την χαιδέψω. Κι όταν το έκανα, έκλεινε τα ματάκια της και καθόταν ακίνητη. Μόλις σταμάταγα τα χάδια, άνοιγε τα μάτια και καταλάβαινα ότι ήθελε κι άλλο.
Πρόσεξα ότι είχαν αρχίσει να φαίνονται κάποιες πληγές στο σωματάκι της. Την βλέπει πάλι ο γιατρός της φιλοζωικής και μου λέει ότι οι πληγές είναι μάλλον από κάποιο παράσιτο και η ακεφιά της επειδή με το κρύο πονάει στο τραυματισμένο πόδι της.Την έβλεπε συχνά ο γιατρός, της δίναμε φάρμακα, ενέσεις, με την ελπίδα να έρθει η άνοιξη, να φτιάξει ο καιρός και να συνέλθει.
Εχθές άργησα να πάω στο γραφείο και περνώντας βιαστικά δεν την είδα.
Σήμερα δεν την είδα πάλι. Ρώτησα στην πύλη αν την είδανε, που είναι.
- Α δεν το μάθατε? Ηρθαν χθες το πρωί και την πήραν απο τη φιλοζωική για ευθανασία.....
Δεν ξέρω ρε Ασπρούλα, ίσως αν είχες δικαίωμα στην επιλογή, να διάλεγες και συ την ευθανασία.
Δεν ξέρω κιόλας μήπως αυτός ο κόσμος ήταν μικρός για την μεγάλη σκυλίσια σου ψυχή.
Εκείνο που ξέρω είναι πως θα μου λείψεις. Ξέρεις γιατί?
Γιατί εσύ, εκτίμησες το λίγο μου και στα πανέμορφα μάτια σου, το έβλεπες πολύ.
Μου το έδειχνες κάθε μέρα. Κι αυτά τα δάκρυα που μόλις κύλησαν, είναι για σένα.
Και για σένα τουλάχιστον, αξίζουν.
Σιγά σιγά άρχισαν να μας πλησιάζουν. Όλα εκτός απο την Ασπρούλα, όπως την βάφτισα. Κάθε πρωί μόλις φτάσω στο parking, όλα μαζί περιτριγυρίζουν το αυτοκίνητο. Και μόλις κατεβώ με συνοδεύουν όλα μαζί μέχρι την πόρτα του γραφείου, περιμένοντας να βγω να τα ταίσω. Όλα εκτός από την Ασπρούλα, που πάντα ακολουθεί μερικά βήματα πιό πίσω, με το κεφάλι χαμηλωμένο, την κομμένη ουρίτσα της κατεβασμένη και τα δύο τεράστια μάτια της να είναι η τέλεια απεικόνιση της θλίψης και του φόβου. Είναι βέβαιο ότι ο προηγούμενος "φιλόζωος ιδιοκτήτης", πρέπει να είχε ασκήσει πολύ μεγάλη βία επάνω της, πριν την πετάξει στο δρόμο, προφανώς επειδή δεν πληρούσε τις προδιαγραφές του.
Αυτός ο φόβος όμως είχε σαν συνέπεια να μην προλαβαίνει να φάει. Δεν είχε το θάρρος να διεκδικήσει το μερίδιο της στο φαγητό, αφού οι άλλοι είναι πιο δυνατοί και στην αγριάδα τους στεκόταν πιο πέρα, περιμένοντας μήπως περισσέψει τίποτα και γι αυτήν, που συνήθως ήταν ακριβώς αυτό. Τίποτα. Το πρόσεξα και μια μέρα κράτησα το μερίδιο της και περίμενα να τελειώσουν οι άλλοι και να φύγουν. Βγαίνω και της προτείνω το πιατάκι με το φαγητό της. Δεν πλησιάζει. Κάθομαι κάτω και αρχίζω να της μιλάω και να την προτρέπω να πλησιάσει να φάει. Διστακτικά στην αρχή, άρχισε να πλησιάζει και μετά από λίγο, μάλλον σίγουρη για τις προθέσεις μου, έτρωγε το φαγητό της. Αυτό ήταν. Πρώτη φορά είδα την Ασπρούλα να κουνάει την κομμένη ουρίτσα της και να στέκεται δίπλα μου. Από εκείνη την ημέρα η Ασπρούλα περίμενε να φύγουν οι άλλοι και μετά ερχόταν όλο χαρά να φάει και να παίξει μαζί μου. Και βέβαια, είχε γίνει η μόνιμη συνοδός μου, όποτε τύχαινε να βγώ έξω από γραφείο.
Μια μέρα, σε κάποιο από τα καθημερινά κυνηγητά στα ξένα αυτοκίνητα χτυπήθηκε άσχημα. Το πίσω πόδι της σακατεύτηκε. Φώναξα γιατρό, την περιέθαλψε, αλλά δυστυχώς το πόδι της δεν μπορούσε πλέον να το χρησιμοποιήσει. Οταν συνήλθε όμως, πάλι συνέχισε να με συνοδεύει το πρωί, τώρα πλέον με τρία βηματάκια και μισό, τρία και μισό.
Στις αρχές του χειμώνα, μόλις έπιασαν οι πρώτες βροχές και τα κρύα, η Ασπρούλα άρχισε να μαζεύεται. Κούρνιαζε σε μιά γωνιά και καθόταν ώρες εκεί. Της πήγαινα εκεί το φαγητό κι αυτή, κουνώντας την κουτσουρεμένη ουρίτσα της, άπλωνε το μπροστινό της πόδι και τράβαγε το δικό μου για να την χαιδέψω. Κι όταν το έκανα, έκλεινε τα ματάκια της και καθόταν ακίνητη. Μόλις σταμάταγα τα χάδια, άνοιγε τα μάτια και καταλάβαινα ότι ήθελε κι άλλο.
Πρόσεξα ότι είχαν αρχίσει να φαίνονται κάποιες πληγές στο σωματάκι της. Την βλέπει πάλι ο γιατρός της φιλοζωικής και μου λέει ότι οι πληγές είναι μάλλον από κάποιο παράσιτο και η ακεφιά της επειδή με το κρύο πονάει στο τραυματισμένο πόδι της.Την έβλεπε συχνά ο γιατρός, της δίναμε φάρμακα, ενέσεις, με την ελπίδα να έρθει η άνοιξη, να φτιάξει ο καιρός και να συνέλθει.
Εχθές άργησα να πάω στο γραφείο και περνώντας βιαστικά δεν την είδα.
Σήμερα δεν την είδα πάλι. Ρώτησα στην πύλη αν την είδανε, που είναι.
- Α δεν το μάθατε? Ηρθαν χθες το πρωί και την πήραν απο τη φιλοζωική για ευθανασία.....
Δεν ξέρω ρε Ασπρούλα, ίσως αν είχες δικαίωμα στην επιλογή, να διάλεγες και συ την ευθανασία.
Δεν ξέρω κιόλας μήπως αυτός ο κόσμος ήταν μικρός για την μεγάλη σκυλίσια σου ψυχή.
Εκείνο που ξέρω είναι πως θα μου λείψεις. Ξέρεις γιατί?
Γιατί εσύ, εκτίμησες το λίγο μου και στα πανέμορφα μάτια σου, το έβλεπες πολύ.
Μου το έδειχνες κάθε μέρα. Κι αυτά τα δάκρυα που μόλις κύλησαν, είναι για σένα.
Και για σένα τουλάχιστον, αξίζουν.