Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Δημιουργική μοναξιά





  
  Όχι, εμένα δεν μου ταιριάζει η κόλαση. Κι αν πρέπει να καώ ολοκληρωτικά για να μπορέσω μετά να ξαναγεννηθώ, δεν έχω ανάγκη να βουτήξω στη κόλαση. Προτιμώ αυτό που ονομάζω δημιουργική μοναξιά. Απόσταση ναι, απομόνωση ναι, μοναχικοί περίπατοι ναι, πολλές σκέψεις ναι. Όλα αυτά όμως, σε συνδυασμό με δημιουργία, μάλλον είναι παράδεισος. Πολύ δε περισσότερο, όταν η δημιουργία έχει έμπνευση, έχει σκοπό, έχει προορισμό.

   Τα ακουστικά στα αυτιά λοιπόν, με όμορφες μουσικές να συνοδεύουν ή να εκφράζουν μελωδικά τις σκέψεις. Κάποιες φορές χωρίς να παίζουν τίποτα, δοκιμασμένη μέθοδος όμως, για να νομίζουν οι άλλοι ότι κάτι ακούς και να μην διακόπτουν τις σκέψεις σου.

   Η τανάλια στο χέρι και ας γεμίζει φουσκάλες, στη προσπάθεια να σπάσεις σκληρά υλικά σε ψηφίδες. Αλλοτε συμμετρικές, άλλοτε ακανόνιστες. Και ίσως η σκληρή προσπάθεια να διώχνει την δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη ένταση των σκέψεων. Και να μένουν μόνο, οι όμορφες, γλυκές και  τρυφερές.

   Αποτύπωση του σχεδίου, της "έμπνευσης" και επιλογή με περισσή φροντίδα των ψηφίδων. Μία μία, να βρει τη θέση που της ταιριάζει και μετά κόλλα να στερεωθεί. Και με κάθε ψηφίδα, να νιώθεις ότι κολλάς και ένα κομμάτι του εαυτού σου, μιά σκέψη, μιά ευχή, ένα φιλί, ένα χαμόγελο, ένα χάδι, κάπου κάπου κι ένα δάκρυ.

   Και μετά από κάποιες μέρες, μπαίνει και η τελευταία ψηφίδα. Τα κενά όμως ανάμεσά τους μοιάζουν σαν ανοιχτές πληγές. Που πρέπει να φροντίσεις να κλείσουν. Η ώρα της αρμολόγησης. Το μείγμα έτοιμο και με το χέρι προσπαθείς να σφραγίσεις τα κενά, να γίνουν όλα ένα συμπαγές σύνολο. Ψηφίδες και συναισθήματα. 

   Επιλογή ενός φυτού για να γίνει η γλαστρούλα σπίτι του, να φιλοξενήσει ζωή. Προσεκτικό καθάρισμα και αναμονή... για τη μέρα που θα βρεθεί και θα ζει πλέον στο χώρο που ανήκει. Με ένα χαμόγελο ικανοποίησης για το αποτέλεσμα, με την ελπίδα να δεις το ίδιο χαμόγελο στο πρόσωπο του αποδέκτη.

   Αυτή είναι η μέθοδος μου. Δοκιμασμένη και συνήθως με καλά αποτελέσματα. Περιφραστικά την ονομάζω δημιουργική μοναξιά. Μονολεκτικά θα μπορούσα να την ονομάσω "αγάπη".


Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Να δίνεις








Είναι παραπάνω από βέβαιο, πως ότι δίνουμε παίρνουμε.
Δεν φροντίζει καμμία υπέρτατη δύναμη γι' αυτό.
Εμείς οι ίδιοι είμαστε και θύτες και θύματα του εαυτού μας.
Το κακό είναι πως δεν το αντιλαμβανόμαστε εγκαίρως,
κονταίνει τόσο πολύ η μνήμη μας,
ειδικά όταν έρχεται η ώρα να πληρώσουμε...
Και μονίμως αναρωτιόμαστε, γιατί?


Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Πάρτο απόφαση








Πάρτο απόφαση, το γκρι είναι το χρώμα σου
Σαν τ' ουρανού που είναι έτοιμος να βρέξει
Μέσα σ' αυτό, γεννήθηκες, μεγάλωσες
Μοίρες αυτό για σένα είχαν διαλέξει.

Πάρτο απόφαση, το γκρι είναι το χρώμα σου
Αφού και όποιος ήρθε να στο σβήσει
Ουράνιο τόξο σου 'ταζε θα σ' έκανε
Μαύρο ή άσπρο είχε μόνο να αφήσει

Πάρτο απόφαση, το γκρι είναι το χρώμα σου
Στο λέω καλά, εγώ το ξέρω, το γνωρίζω
Μαύρο και άσπρο όταν ερωτεύονται
Δεν δίνουν άλλο χρώμα, μόνο γκρίζο.







* Ένα ξεχασμένο προσχέδιο ανάρτησης από τις 16 Φεβρουαρίου.
Πάντα όμως επίκαιρο.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Απόδραση


Είναι καιρός που σκεφτόταν να κάνει αυτή τη βόλτα. Τον είχε πιάσει μιά νοσταλγική διάθεση τελευταία. Να επιστρέφει στο παρελθόν, να θυμάται όμορφες στιγμές που είχε ζήσει. Πάντα σε περιόδους που σύννεφα σκίαζαν τον ουρανό του, κατέφευγε στα συρτάρια των αναμνήσεων. Πάντα εκεί έβρισκε την απαραίτητη γαλήνη. 
Ετσι, αυτή τη Κυριακή αποφάσισε να πάει στην κορυφή ενός βουνού. Στους πρόποδες του, πήγαινε πριν από πολλά χρόνια στην κατασκήνωση. Κάποια μεσημέρια, όταν όλοι οι κατασκηνωτές ήταν ξαπλωμένοι για τον μεσημεριανό ύπνο, αυτός δραπέτευε. Και ακολουθώντας ένα δύσβατο μονοπάτι, ανάμεσα σε πολύ πυκνή βλάστηση, ανέβαινε πεζοπορώντας στην κορυφή. Χίλια εκατόν πενήντα μέτρα υψόμετρο, γεμάτη από έλατα. Από εκεί έβλεπε όλο το λεκανοπέδιο στρωμένο σαν χαλί. Ενας μικρός Θεός, στον δικό του μικρό Όλυμπο. 
   Από το βράδυ του Σαββάτου, ετοίμασε το σακίδιο του. Κυάλια, φωτογραφική μηχανή, τσιγάρα, νερό, σάντουιτς, σκέψεις. Κυριακή σχεδόν αξημέρωτα ξύπνησε και μετά από ένα δροσερό ντους και τον συνηθισμένο ζεστό καφέ, ντύθηκε για τη βόλτα του. Τζην και λευκό μπλουζάκι για δροσιά, μποτάκια για το φόβο των φιδιών, τα γκρίζα όνειρα στους ώμους για την περίπτωση που θα είχε ψύχρα. Κατέβηκε, γύρισε το διακόπτη της μηχανής του αυτοκινήτου για να ξεκινήσει. Μαζί ξεκίνησε και το cd player που είχε μείνει ανοιχτό από την προηγούμενη. "χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό, στη γειτονιά καπνίζει ένα φουγάρο, κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο, και σαν καφέ πικρό". Ωραία ξεκινάμε, μονολόγησε κι ένα μάλλον πικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. 
   Η διαδρομή γνωστή. Κίνηση καθόλου. Η πόλη ακόμα κοιμάται. Βγαίνοντας έξω από τα όρια της, εκεί που τα πεύκα χρωματίζουν αλλιώς το τοπίο, νιώθει πως αρχίζει να ανασαίνει. Η μουσική συνεχίζει να συντροφεύει χαμηλά. "ότι αξίζει πονάει κι είναι δύσκολο.... δεν ξέρω αν φεύγεις τώρα για το λίγο μου, ή αν αυτό που νιώθω ήταν πολύ για σένα". Σκέφτεται πως τελικά το πιό δύσκολο είναι δύο άνθρωποι να βρουν κοινά μέτρα και σταθμά, να έχουν τις ίδιες μονάδες μέτρησης. Διαφορετικά είναι βέβαιο πως δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ. 
   Έφτασε στην διασταύρωση απ' όπου ξεκινάει ο χωματόδρομος που οδηγεί στην κατασκήνωση. Δύσβατος δρόμος, σκαμένος από τα νερά των βροχών. Όσο λειτουργούσε η κατασκήνωση τον συντηρούσαν κάπου κάπου. Τώρα έμεινε κι αυτός έρημος, να σμιλεύει η φύση τα δικά της σχέδια επάνω του. Με μεγάλη προσοχή αλλά ακόμα μεγαλύτερη ταλαιπωρία ελαστικών και αμορτισέρ, αντίκρυσε επιτέλους την κατασκήνωση. Ενας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του καθώς σταμάτησε το αυτοκίνητο κάτω από την μεγάλη βελανιδιά, που στεκόταν εκεί από τότε. Κι ενώ η Χαρούλα επιβεβαίωνε ότι "κι όσο φεύγω μακρυά σου το ξέρω, πάντα ο ήλιος θα βγαίνει χωρίς, να τον νοιάζει αν θα τα καταφέρω, ή αν έρθεις ποτέ να με βρείς", έσβησε τη μηχανή και κατέβηκε. Πλησίασε τα συρματοπλέγματα, ακούμπησε τα χέρια του επάνω τους και έμεινε εκεί να κοιτάζει. Το αρχηγείο, η κουζίνα, η τραπεζαρία, η γεννήτρια, οι τσιμεντένιες βάσεις των σκηνών, το εκκλησάκι.... Όλα ήταν εκεί. Ένα ορμητικό κύμα αναμνήσεων πλημμύρισε το μυαλό του. Θυμήθηκε τότε που ήταν αρχηγός σ' αυτή τη κατασκήνωση. Τις αγωνίες και την προσπάθεια για 20 μέρες, να διδάξει και να δείξει στα μικρά παιδιά του, τι σημαίνει ομαδική ζωή, συμβίωση, κοινωνικότητα. Τι σημαίνει να μοιράζεσαι. 
   Θυμήθηκε και κάποια παιδιά. Τον Αστέρη. Τι να κάνει τώρα άραγε ο Αστέρης? Ενα 8χρονο παιδάκι με μιας μορφής νοητική στέρηση, ιδιαίτερα κλειστός χαρακτήρας, που όταν ήρθε, μάταια προσπαθούσαν οι γονείς του να τον πείσουν να μείνει. Θυμάται πως του ζήτησε να πάνε λίγο πιό πέρα οι δυό τους. Διστακτικά πήγε μαζί του και σε δέκα λεπτά που γύρισαν, ο Αστέρης όλο χαρά ανακοίνωσε στους γονείς του ότι θα μείνει. Έκπληκτοι τον ρώτησαν πως τον έπεισε. Τους είπε ότι τον έχρισε υπαρχηγό και βοηθό του. Και πράγματι ο Αστέρης πέρασε ένα ευτυχισμένο 20ήμερο στην κατασκήνωση, έχοντας αρμοδιότητες που πάντα εκπλήρωνε κανονικά και καμάρωνε πολύ γι' αυτό. 
   Θυμήθηκε τον Αλέξη, γύρω στα έξι, που ένα βράδυ ανέβασε ξαφνικά πυρετό και ήθελε τη μαμά του. Πως να ειδοποιηθεί όμως η μαμά του, αφού δεν υπήρχε καν τηλέφωνο. Κι έτσι εκείνο το βράδυ, ο Αλέξης εκτός από τα αντιπυρετικά, ήθελε να νιώθει και κάποιον δίπλα του. Κι αυτός έμεινε όλη νύχτα καθιστός δίπλα στο κρεβάτι του, για να του πιάνει ο Αλέξης τα μαλλιά καθώς κοιμόταν και να νιώθει ασφάλεια. 
   Χαμογέλασε όταν θυμήθηκε πως σε κάποια δραστηριότητα που είχαν, υποσχέθηκε στα παιδιά, ότι θα φάνε για βραδυνό ότι ζητήσουν. Και αφού έφεραν εις πέρας αυτό που είχαν να κάνουν, ήρθε η ώρα της ανταμοιβής. Και αυτά ζήτησαν αυγό τηγανητό με πατάτες. Οι μαγείρισες ανένδοτες να τηγανίσουν αυγά. Πως να ξεχάσει ότι τηγάνισε 120 αυγά!!! 
    Με μιά πρωτόγνωρη γαλήνη μέσα του, γύρισε στο αυτοκίνητο, έβαλε στον ώμο το σακίδιο του και κατευθύνθηκε στην πίσω πλευρά της κατασκήνωσης, εκεί που θυμόταν ότι ήταν το μονοπάτι που οδηγούσε στη κορυφή. Ήταν η ώρα της απόδρασης. Της απόδρασης από όλα αυτά που τον τελευταίο καιρό είχαν υψώσει ακόμα μεγαλύτερα κάγκελα στο ομολογουμένως χτισμένο από τον ίδιο κελί του. Ίσως ακόμα να ήθελε να μετρηθεί με τον εαυτό του, με τις δυνάμεις του, να δει αν μπορεί να τα καταφέρει ακόμα. 
Με λύπη διαπίστωσε πως μονοπάτι δεν υπήρχε πλέον πουθενά, αλλά αυτό ήταν κάτι που το περίμενε. Με ατέλειωτα ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση και πάντα με ανοδική πορεία ξεκίνησε για να φτάσει στη κορυφή. Κάποιες στιγμές ένιωσε φόβο, ακούγοντας διάφορους θορύβους. Στεκόταν να αφουγκραστεί αλλά μάλλον ήταν ζωάκια ή ίσως φίδια, που πιό τρομαγμένα κι αυτά από την παραβίαση του χώρου τους από αυτόν, έτρεχαν να απομακρυνθούν και να κρυφτούν. Μετά από πορεία μίας και παραπάνω ώρας, επιτέλους αντίκρυσε το πλάτωμα που υπήρχε στη κορυφή και λίγο πιο κεί, η συστάδα με τα έλατα.  
   Στάθηκε για λίγο, αφήνοντας το βλέμμα του να χαθεί στο λεκανοπέδιο που απλωνόταν μπροστά του. Σήκωσε τα χέρια ψηλά και τεντώθηκε να ξεπιαστεί. Ένιωθε και πάλι ένας μικρός Θεός στον μικρό του Όλυμπο. Κοίταξε γύρω και βρήκε έναν παχύ ίσκιο ανάμεσα στα έλατα, κάθισε σε μία πέτρα και έβγαλε νερό, καφέ και επιτέλους άναψε τσιγάρο. Τα μάτια αχόρταγα κοιτούσαν γύρω γύρω λες και ήθελαν να εγκλωβίσουν για πάντα την ομορφιά του τοπίου. Πήρε τα κυάλια και άρχισε να κοιτάζει ίσια κάτω την πόλη του. Προσπαθούσε να διακρίνει σημεία που ήξερε. Κοίταζε μία με τα κυάλια και μετά χωρίς αυτά. Του έκανε εντύπωση πόσο πολύ γλύκαιναν οι γραμμές, όταν έβλεπε γνώριμα σημεία από τόσο ψηλά και μακρυά. Πόσο πιό όμορφα έδειχναν. 
   Παρά την απορρόφησή του όμως από την εικόνα, οι σκέψεις, δεν άργησαν να έρθουν. Άλλωστε μόνος του τις είχε βάλει στο σακκίδιο. Σκεφτόταν τι έγινε τις προηγούμενες μέρες, λόγια που άκουσε, λόγια που είπε, διαλόγους, μονολόγους, συναισθήματα, αν άξιζε, αν έπρεπε. Και όλα αυτά, με τον δικό του τρόπο, μακρυά από όλους, προσπαθούσε να τα βάλει σε τάξη και να τα κατανοήσει. Αιτιολόγησε αλλά και δικαιολόγησε πολλά. Τελικά και άξιζε και έπρεπε. Ασχέτως αν δεν μπόρεσε να καταλάβει πως γίνεται κάποιος να αμφισβητεί, να ερμηνεύει, να προβλέπει, χωρίς προηγουμένως να ξέρει. Ανθρώπινο μονολόγησε. Άναψε τσιγάρο και όπως κρατούσε το τηλέφωνο με το άλλο χέρι, μηχανικά σχεδόν, άνοιξε και κοίταξε μια φωτογραφία. Εμεινε κάμποση ώρα να την κοιτάζει και να της χαμογελάει. Ηξερε πλέον καλά, πως έστω και σαν φωτογραφία, μόνο χαμόγελο αξίζει να αντικρύζει. Τα δάκρυα τα άφησε να τρέχουν καλά κρυμένα μέσα του. Έκλεισε το τηλέφωνο και σκεφτόταν, πόσο θα ήθελε κάποια στιγμή να κάνει όσα είχε υποσχεθεί. Τουλάχιστον αυτά που εξαρτώνταν μόνο από αυτόν. 

   Με αυτή την όμορφη και τρυφερή σκέψη, με μιά ψυχική γαλήνη και ηρεμία, απόρροια συγκατάβασης και παραδοχής της πραγματικότητας, άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του για την επιστροφή. Ναι θα ήθελε τα πράγματα να ήταν αλλιώς, γιατί ήταν απόλυτα βέβαιος, ότι είχε πολλά να μοιραστεί. Όταν τα θέλω όμως εξαρτώνται και από τα θέλω άλλων, τότε απλά αποδέχεσαι την πραγματικότητα. Με αυτή τη σκέψη, ξεκίνησε για την επιστροφή, αφού είχε ήδη περάσει αρκετή ώρα. Τώρα ήταν πιό εύκολο. Κατηφορική η πορεία, λιγότερο βάρος και στο σακκίδιο και στη ψυχή. 
   Έφτασε στο αυτοκίνητο, κοίταξε για μιά ακόμα φορά τη κατασκήνωση και υποσχέθηκε στον εαυτό του να ξανάρθει. Άναψε τη μηχανή, τη μουσική και ξεκίνησε. Ακούει "εγώ σ'αγάπησα εδώ, που να'σαι τώρα που γυρνάς, σε ποιό καινούργιο ουρανό, χρώματα κλέβεις. Ένιωσες πάλι τα φτερά, τι σου'βαλε ξανά φωτιά, σε ποιό λιμάνι ποιό σταθμό, καρδιά γυρεύεις. ...Παραμυθάκι μου σκληρό, όπου κι αν είσαι και γυρνάς, για μένα εκεί να μη ρωτάς, εγώ σ'αγάπησα εδώ". Το βάζει ξανά και ξανά. 

   Λίγο πριν φτάσει στη διασταύρωση με την παλιά εθνική, ακούει μιά εισαγωγή που τον κάνει να παγώσει για λίγο και να σφίξει τα χείλη του. Το αφήνει να παίξει "θα πω ένα τραγούδι, σήκω να το χορέψεις, τα μάτια να μου κλέψεις, για πάντα πριν χαθώ". Απλώνει το χέρι, βγάζει τον μουσικό δίσκο και μονολογώντας "άσε μας και συ ρε Πασχαλίδη", τον μετατρέπει σε ιπτάμενο, αφού με μία απότομη κίνηση τον εκσφεδόνισε μακρυά από το ανοιχτό παράθυρο.